- πυρομαχικά
- Ο όρος υποδηλώνει το πολεμικό υλικό (πυρίτιδα, βλήματα, βόμβες, τορπίλες, χειροβομβίδες, εμπυρεύματα κλπ.) που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία των διαφόρων πυροβόλων όπλων. Εκτός από τα π. για πολεμική χρήση, υπάρχουν και τα π. εκπαίδευσης, που χρησιμοποιούνται για τις στρατιωτικές ασκήσεις, που μπορεί να είναι αβολίδωτα ή και βολιδωτά.
Επειδή περιέχουν εκρηκτικά υλικά, τα π. πρέπει να μεταφέρονται και να αποθηκεύονται με ιδιαίτερη προσοχή και από ειδικευμένο προσωπικό. Οι αποθήκες π. πρέπει να διαιρούνται σε τμήματα, στο καθένα από τα οποία να εναποθηκεύονται π. οι εκρηκτικές ύλες των οποίων αποτελούνται από ομοειδή χημικά συστατικά. Τα διάφορα τμήματα πρέπει να αερίζονται, να διατηρούνται σε ξηρή ατμόσφαιρα και να προστατεύονται από τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας με ειδικά αλεξικέραυνα. Τα πιο επικίνδυνα εκρηκτικά (επικίνδυνα επειδή είναι εξαιρετικά ευαίσθητα) χωρίζονται σε μικρές ποσότητες, αποθηκευμένες σε μικρά διαμερίσματα, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο και χωρισμένα με επιχωματώσεις, έτσι που, όταν εκραγεί το ένα, να μη μεταδοθεί η έκρηξη και στα άλλα. Οι αποθήκες π. πρέπει να βρίσκονται μακριά από κατοικημένα κέντρα και από περιοχές μεγάλης κυκλοφορίας.
Ιδιαίτερα μέτρα λαμβάνονται για τα π. που είναι αποθηκευμένα μέσα σε πλοία. Τοποθετούνται σε καλά προστατευμένους χώρους του σκάφους και ρυθμίζονται με ειδικές συσκευές τα συστήματα εξαερισμού και ψύξης, και εξασφαλίζεται ο τρόπος με τον οποίο το διαμέρισμα μπορεί να κατακλυστεί με νερό. Αυστηροί κανονισμοί διέπουν κι εδώ την κίνηση προσωπικού και υλικού.
Βρετανικά πυρομαχικά στην πόλη Ραντούλα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (φωτ. ΑΠΕ).
Αμερικανοί στρατιώτες ετομάζονται να καταστρέψουν κατασχεμένα πυρομαχικά του Αφγανικού στρατού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *τα, Νστρ. βλ. πυρομαχικός.
Dictionary of Greek. 2013.